τορενία

τορενία
η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σκροφουλαριίδες τής τάξης σκροφουλαριώδη και περιλαμβάνει 40 περίπου είδη ποωδών φυτών που είναι ιθαγενή τής τροπικής και υποτροπικής Ασίας και Αμερικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. torenia, από το όν. τού Σουηδού ιερέα πλοίου Olaf Toren].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”